- νεοκατάγραφος
- νεοκατάγραφος, -ον (Α)αυτός που γράφηκε πρόσφατα στους καταλόγους ως στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + καταγράφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοκατάγραφοι — νεοκατάγραφος newly enlisted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek